dictionnairique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- dictionnairique < dictionnaire
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
dictionnairique | dictionnairiques |
dictionnairique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- σχετικός με τα λεξικά