didn't

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

didn't < did + -n't (not)

Ρήμα[επεξεργασία]

didn't (en)

  • δεν
    I didn't want to eat.
    Δεν ήθελα να φάω.