dielectric

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

dielectric (en)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

dielectric (en)

 συνώνυμα: insulator