difekto
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | difekto | difektoj |
αιτιατική | difekton | difektojn |
difekto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | difekto | difektoj |
αιτιατική | difekton | difektojn |
difekto (eo)