diferença
Εμφάνιση
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- diferença < από το λατινικό differentĭa < απο το αρχαίο ελληνικό διαφορά < διαφέρω
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
diferença | diferenças |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]diferença (pt)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]- diferença de opinião (οι απόψεις διίστανται)