differentiate

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας differentiate
γ΄ ενικό ενεστώτα differentiates
αόριστος differentiated
παθητική μετοχή differentiated
ενεργητική μετοχή differentiating

Ρήμα[επεξεργασία]

differentiate (en)

  1. διαφοροποιώ, δείχνω τη διαφορά που υπάρχει ανάμεσα σε δύο ή περισσότερες έννοιες ή πράγματα
    We must differentiate the situation of unemployment from that of voluntarily abstaining from work.
    Πρέπει να διαφοροποιήσουμε την κατάσταση της ανεργίας από εκείνη της εθελούσιας αποχής από την εργασία.
     συνώνυμα: distinguish
  2. (μαθηματικά) υπολογίζω την παράγωγο μιας συνάρτησης
  3. (μεταβατικό και αμετάβατο) διακρίνω, ξεχωρίζω, αντιλαμβάνομαι τη διαφορά που χωρίζει κάποιον ή κάτι από κάποιον ή από κάτι άλλο
    I differentiate right from wrong.
    Διακρίνω το καλό από το κακό.
    The twins are so alike that I can’t differentiate between them.
    Τα δίδυμα είναι τόσο όμοια που δεν μπορώ να τα ξεχωρίσω.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη tell apart

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]