Μετάβαση στο περιεχόμενο

differently

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός differently
συγκριτικός more differently
υπερθετικός most differently

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
differently < different + -ly

Επίρρημα

[επεξεργασία]

differently (en)

  • διαφορετικά, (κι) αλλιώς, αλλιώς…αλλιώς
    παράδειγμα  You obviously think differently.
    Προφανώς σκέφτεσαι διαφορετικά.
    παράδειγμα  Not like that, carry it differently.
    Όχι έτσι, αλλιώς βάστα το.
    παράδειγμα  You can work on it differently.
    Μπορείς και αλλιώς να το δουλέψεις.
    παράδειγμα  If you can, do it differently.
    Αν μπορείς κάνε κι αλλιώς.
    παράδειγμα  Don’t confuse things, one situation is handled differently than the other.
    Μη συγχέεις τα πράγματα, αλλιώς αντιμετωπίζεται η μία κατάσταση και αλλιώς η άλλη.
     συνώνυμα:  otherwise