dificuldade
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
dificuldade | dificuldades |
dificuldade (pt) θηλυκό
- η δυσκολία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
dificuldade | dificuldades |
dificuldade (pt) θηλυκό