difino
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | difino | difinoj |
αιτιατική | difinon | difinojn |
difino (eo)
- ο ορισμός
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | difino | difinoj |
αιτιατική | difinon | difinojn |
difino (eo)