dig
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | dig |
γ΄ ενικό ενεστώτα | digs |
αόριστος | dug |
παθητική μετοχή | dug |
ενεργητική μετοχή | digging |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
Ρήμα[επεξεργασία]
dig (en)