digestible
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- digestible < λατινική digestibilis < digerere
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
digestible | digestibles |
digestible (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που μπορεί να χωνευτεί
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη digestion