dihydric
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- dihydric < αρχαία ελληνική δι- + ὕδωρ
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /daɪˈhaɪdɹɪk/
Επίθετο[επεξεργασία]
dihydric (en)
dihydric (en)