Μετάβαση στο περιεχόμενο

dil

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

dil (tr)

  1. η γλώσσα (το όργανο του σώματος)
  2. η γλώσσα ( ο κώδικας επικοινωνίας)