Μετάβαση στο περιεχόμενο

dilatant

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό dilatant dilatants
θηλυκό dilatante dilatantes

dilatant (fr)

  1. που διαστέλλει

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
dilatant dilatants

dilatant (fr) αρσενικό

  1. διασταλτικός

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  •  δείτε τη λέξη dilater