dilatateur

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό dilatateur dilatateurs
θηλυκό dilatatrice dilatatrices

dilatateur (fr)

  1. διασταλτικός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
dilatateur dilatateurs

dilatateur (fr) αρσενικό

  1. χειρουργικό εργαλείο που κρατά ανοιχτά τα χείλη ενός τραύματος κατά τη διάρκεια μιας επέμβασης

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη dilater