dilatateur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | dilatateur | dilatateurs |
θηλυκό | dilatatrice | dilatatrices |
dilatateur (fr)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
dilatateur | dilatateurs |
dilatateur (fr) αρσενικό
- χειρουργικό εργαλείο που κρατά ανοιχτά τα χείλη ενός τραύματος κατά τη διάρκεια μιας επέμβασης
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη dilater