Μετάβαση στο περιεχόμενο

dilatation

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

dilatation (en)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
dilatation < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /?/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
dilatation dilatations

dilatation (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  •  δείτε τη λέξη dilater