dilatomètre
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
dilatomètre | dilatomètres |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
dilatomètre (fr) αρσενικό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη dilater
ενικός | πληθυντικός |
dilatomètre | dilatomètres |
dilatomètre (fr) αρσενικό