Μετάβαση στο περιεχόμενο

dilemma

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
dilemma dilemmas

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

dilemma (en)

  • το δίλημμα
      Don’t stress me out with non-existent dilemmas.
    Μη με αγχώνεις με ανύπαρκτα διλήμματα.