diligence
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
diligence (en)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
diligence | diligences |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
diligence (fr) θηλυκό