diligence

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

diligence (en)

  1. η επιμέλεια, ο ζήλος



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
diligence diligences

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

diligence (fr) θηλυκό

  1. η επιμέλεια
  2. η βιασύνη
  3. άμαξα που τραβιόταν από τέσσερα άλογα και μετέφερε ταξιδιώτες