dilué
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | dilué | dilués |
θηλυκό | diluée | diluées |
Μετοχή
[επεξεργασία]dilué (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | dilué | dilués |
θηλυκό | diluée | diluées |
dilué (fr)