diluant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- diluant < diluer
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
diluant | diluants |
diluant (fr) αρσενικό
- το διαλυτικό
ενικός | πληθυντικός |
diluant | diluants |
diluant (fr) αρσενικό