Μετάβαση στο περιεχόμενο

diluvium

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: alluvium

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]

diluvium (en) < λατινικά dīluvium («κατακλυσμός, πλημμύρα») < lavō («πλένω»)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /diːˈlu.vi.um/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

diluvium (en)

  • κατακλυσμιαίο ίζημα, ίζημα που εναποτέθηκε λόγω βίαιου γεγονότος (και όχι πχ λόγω της δράσης κοινού ποταμού)

Συγγενικά

[επεξεργασία]