dimmer

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
dimmer dimmers

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
dimmer < dim + -er

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

dimmer (en)

  • ο ροοστάτης
    ⮡  a light with a dimmer - φωτιστικό με ροοστάτη