dimmer
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
dimmer | dimmers |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]dimmer (en)
- ο ροοστάτης
- ⮡ a light with a dimmer - φωτιστικό με ροοστάτη