dine
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]| ενεστώτας | dine |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | dines |
| αόριστος | dined |
| παθητική μετοχή | dined |
| ενεργητική μετοχή | dining |
Ρήμα
[επεξεργασία]dine (en) (αμετάβατο, επίσημο)
- δειπνώ
We dined with my parents at a restaurant in town.
- Δειπνήσαμε με τους γονείς μου σε ένα εστιατόριο στην πόλη.