Μετάβαση στο περιεχόμενο

dine

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]
ενεστώτας dine
γ΄ ενικό ενεστώτα dines
αόριστος dined
παθητική μετοχή dined
ενεργητική μετοχή dining

dine (en) (αμετάβατο, επίσημο)

  • δειπνώ
    παράδειγμα  We dined with my parents at a restaurant in town.
    Δειπνήσαμε με τους γονείς μου σε ένα εστιατόριο στην πόλη.

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]