dinghy
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
dinghy | dinghies |
dinghy (en)
- μικρή βάρκα (όπως ένα φουσκωτό) που υπάρχει πάνω σε μεγαλύτερο πλοίο για λόγους ασφάλειας
![]() |
ενικός | πληθυντικός |
dinghy | dinghies |
dinghy (en)