diplomat
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]diplomat (en)
Ρουμανικά (ro)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]diplomat (ro) αρσενικό
Κλίση
[επεξεργασία] κλίση του diplomat
ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | |
ονομαστική | un diplomat | diplomatul | nişte diplomați | diplomațiilor |
γενική | a unui diplomat | diplomatului | a unor diplomați | diplomațiilor |
δοτική | a unui diplomat | diplomatului | a unor diplomați | diplomațiilor |
αιτιατική | un diplomat | diplomatul | nişte diplomați | diplomațiilor |
κλητική | — | - | — | - |