diplomate
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- diplomate < (αναδρομικός σχηματισμός) diplomat(ique) + -e
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
diplomate | diplomates |
diplomate (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- ο διπλωμάτης, η διπλωμάτισσα
Παράγωγα[επεξεργασία]
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
diplomate (eo)