diporto
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
diporto | diporti |
diporto (it)
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
diporto | diporti |
diporto (it)
- χρησιμοποιείται σε ναυτικές εκφράσεις όπως : σκάφος αναψυχής