dirigeable

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
dirigeable < diriger

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό dirigeable dirigeables
θηλυκό dirigeablee dirigeablees

dirigeable (fr)

  1. που μπορεί να κατευθυνθεί

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
dirigeable dirigeables

dirigeable (fr) αρσενικό

  1. το πηδαλιουχούμενο αερόπλοιο