disĉiplo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

disĉiplo (eo)

  1. ο μαθητής ενός φιλοσόφου, καλλιτέχνη κλπ
  2. αυτός που ακολουθεί ένα φιλοσοφικό ή καλλιτεχνικό ρεύμα

Άλλες γραφές[επεξεργασία]