Μετάβαση στο περιεχόμενο

disabled

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]

disabled (en)

  • ανάπηρος, αχρηστευμένος
      disabled children - ανάπηρα παιδιά
      His legs are disabled from rheumatism.
    Τα πόδια του είναι αχρηστευμένα από τους ρευματισμούς.
      He has been disabled all his life.
    Έχει αχρηστευτεί για όλη του τη ζωή.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

disabled (en)

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

disabled (en)