disappointed
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | disappointed |
συγκριτικός | more disappointed |
υπερθετικός | most disappointed |
disappointed (en)
- απογοητεύομαι, απογοητευμένος
They were not disappointed at all.
- Δεν απογοητεύτηκαν καθόλου.
We were disappointed we didn’t find him at home.
- Απογοητευτήκαμε που δεν τον βρήκαμε στο σπίτι.
No I was not disappointed at all with the movie.
- Όχι δεν είχα απογοητευτεί καθόλου με την ταινία.
I am disappointed in you.
- Είμαι απογοητευμένος μαζί σου.
I am disappointed with the results.
- Είμαι απογοητευμένος με τ' αποτελέσματα.
Disappointed by his electoral failure, he decided to permanently give up politics.
- Απογοητευμένος από την εκλογική του αποτυχία αποφάσισε να εγκαταλείψει οριστικά την πολιτική.
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]disappointed (en)
- αόριστος & παθητική μετοχή αορίστου του disappoint