disappointed
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | disappointed |
συγκριτικός | more disappointed |
υπερθετικός | most disappointed |
disappointed (en)
- απογοητεύομαι, απογοητευμένος
- ↪ They were not disappointed at all.
- Δεν απογοητεύτηκαν καθόλου.
- ↪ We were disappointed we didn’t find him at home.
- Απογοητευτήκαμε που δεν τον βρήκαμε στο σπίτι.
- ↪ I am disappointed in you.
- Είμαι απογοητευμένος μαζί σου.
- ↪ I am disappointed with the results.
- Είμαι απογοητευμένος με τ' αποτελέσματα.
- ↪ They were not disappointed at all.
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
disappointed (en)
- αόριστος & παθητική μετοχή αορίστου του disappoint