disarming

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

disarming < disarm (μετοχή ενεστώτα)

Επίθετο[επεξεργασία]

disarming (en)