discharge
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
discharge | discharges |
discharge (en)
- αποβολή, εκκένωση, χύσιμο (για υγρά)
- εκκένωση (ηλεκτρική)
- ξεπλήρωμα, εκπλήρωση (για χρέος, υποχρέωση)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | discharge |
γ΄ ενικό ενεστώτα | discharges |
αόριστος | discharged |
παθητική μετοχή | discharged |
ενεργητική μετοχή | discharging |
discharge (en)
- εκλύω (πχ ακτινοβολία)
- απολύω, απαλλάσσω κάποιον από εργασία ή από κατηγορία
- απαλλάσσω κάποιον από θεραπεία, του επιτρέπω να βγει από το νοσοκομείο
- αποβάλλω, χύνω (για υγρά ή αέρια)
- χύνομαι (για ποτάμια)
- εκφορτίζω, αποφορτίζω, εξαντλώ τη φόρτιση
- ξεπληρώνω ένα χρέος, εκπληρώνω/τελειώνω με μια υποχρέωση
- αδειάζω ένα όπλο πυροβολώντας
- (σκωπτικό) κλάνω