discharge

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

discharge < dis- + charge

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
discharge discharges

discharge (en)

  1. αποβολή, εκκένωση, χύσιμο (για υγρά)
  2. εκκένωση (ηλεκτρική)
  3. ξεπλήρωμα, εκπλήρωση (για χρέος, υποχρέωση)

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας discharge
γ΄ ενικό ενεστώτα discharges
αόριστος discharged
παθητική μετοχή discharged
ενεργητική μετοχή discharging

discharge (en)

  1. εκλύω (πχ ακτινοβολία)
  2. απολύω, απαλλάσσω κάποιον από εργασία ή από κατηγορία
  3. απαλλάσσω κάποιον από θεραπεία, του επιτρέπω να βγει από το νοσοκομείο
  4. αποβάλλω, χύνω (για υγρά ή αέρια)
  5. χύνομαι (για ποτάμια)
  6. εκφορτίζω, αποφορτίζω, εξαντλώ τη φόρτιση
    After a little while, my phone was discharged completely.
    Μετά από λίγη ώρα αποφορτίστηκε το κινητό μου εντελώς.
     αντώνυμα: charge
  7. ξεπληρώνω ένα χρέος, εκπληρώνω/τελειώνω με μια υποχρέωση
  8. αδειάζω ένα όπλο πυροβολώντας
  9. (σκωπτικό) κλάνω