disciplinary
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]disciplinary (en)
- πειθαρχικός, σχετικός με την πειθαρχία
a student’s apology to the disciplinary board - απολογία φοιτητή στο πειθαρχικό συμβούλιο
- (επίσημο) ακαδημαϊκός, σχετικός με έναν ακαδημαϊκό κλάδο
The discussion is entirely disciplinary.
- Η συζήτηση είναι καθαρώς ακαδημαϊκή.