Μετάβαση στο περιεχόμενο

disciplinary

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

disciplinary (en)

  1. πειθαρχικός, σχετικός με την πειθαρχία
    παράδειγμα  a student’s apology to the disciplinary board - απολογία φοιτητή στο πειθαρχικό συμβούλιο
  2. (επίσημο) ακαδημαϊκός, σχετικός με έναν ακαδημαϊκό κλάδο
    παράδειγμα  The discussion is entirely disciplinary.
    Η συζήτηση είναι καθαρώς ακαδημαϊκή.

Συγγενικά

[επεξεργασία]