disconcerting
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- disconcerting < disconcert (μετοχή ενεστώτα)
Επίθετο[επεξεργασία]
disconcerting (en)