Μετάβαση στο περιεχόμενο

discontinuité

Από Βικιλεξικό

Γαλλικά (fr)

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
discontinuité discontinuités

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

discontinuité (fr) θηλυκό