discount

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
discount discounts

discount (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  • η έκπτωση
    We’re giving a 10% discount for payments in cash.
    Δίνουμε έκπτωση 10% για πληρωμές τοις μετρητοίς.

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας discount
γ΄ ενικό ενεστώτα discounts
αόριστος discounted
παθητική μετοχή discounted
ενεργητική μετοχή discounting

discount (en)

  1. κάνω έκπτωση, πουλάω με έκπτωση, μειώνω τις τιμές
    She discounted the print.
    Έκανε έκπτωση την τιμή.
  2. (επίσημο) υποτιμώ, αποδίδω σε κάτι μικρή σημασία

Πηγές[επεξεργασία]