discredit
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
discredit (en)
- απαξιώνω
- θεωρώ κάτι εσφαλμένο, θεωρώ ότι κάποιος έσφαλε (συνήθως πιο βαρύ, δυνητικά προσβλητικό ή μειωτικό)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
discredit (en)