discret
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | discret | discrets |
θηλυκό | discrète | discrètes |
discret (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | discret | discrets |
θηλυκό | discrète | discrètes |
discret (fr)