discrimen
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]discrimen (la)
- ο κίνδυνος
Κλίση
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]- discrimen - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.