discrimination
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
discrimination (en)
- η διάκριση ανάμεσα σε δύο πράγματα, η κατανόηση της διαφοράς μεταξύ τους
- These differences are the basis for the discrimination between tumor and normal tissue
- οι διακρίσεις εις βάρος ενός τμήματος του πληθυσμού
- ...
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- discrimination < λατινική discriminatio, διαχωρισμός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
discrimination | discriminations |
discrimination (fr) θηλυκό
- o διαχωρισμός
- (κατ'επέκταση) o διαχωρισμός μιας ομάδας ανθρώπων δίνοντάς τους λιγότερα δικαιώματα
- (ψυχολογία) η διάκριση, η ικανότητα του να διακρίνει κανείς διάφορα πράγματα μεταξύ τους