Μετάβαση στο περιεχόμενο

disculpation

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
disculpation < disculpe < disculper

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
disculpation disculpations

disculpation (fr) θηλυκό