discutant

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

discutant (en)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

discutant (en) αρσενικό και discutante θηλυκό (πληθ.:discutants και discutantes)

  1. συζητητής
  2. άτομο που αμφισβητεί αυτά που άλλος λέει ή υποστηρίζει