discutant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
discutant (en)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
discutant (en) αρσενικό και discutante θηλυκό (πληθ.:discutants και discutantes)
- συζητητής
- άτομο που αμφισβητεί αυτά που άλλος λέει ή υποστηρίζει