disintegration
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία en[επεξεργασία]
1796: disintegration < dis- «κάνω το αντίθετο από» + integrate
συγγενείς όροι: disintegrated, disintegrating
Προφορά[επεξεργασία]
/dɪs.ɪn.tɪˈɡɹeɪʃən/