Μετάβαση στο περιεχόμενο

dismantle

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας dismantle
γ΄ ενικό ενεστώτα dismantles
αόριστος dismantled
παθητική μετοχή dismantled
ενεργητική μετοχή dismantling

dismantle (en)

  1. αποσυναρμολογώ, λύνω, διαλύω μια μηχανή ή ένα κτήριο στα κομμάτια
      The car can be dismantled into many separate pieces.
    Το αυτοκίνητο μπορεί να αποσυναρμολογηθεί σε πολλά ανεξάρτητα μέρη.
      He dismantled the engine.
    Έλυσε/Διέλυσε τη μηχανή.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη disassemble
  2. διαλύω, τερματίζω έναν οργανισμό ή ένα σύστημα σταδιακά με οργανωμένο τρόπο
      They dismantled the company.
    Διέλυσαν την εταιρία.