disorient
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | disorient |
γ΄ ενικό ενεστώτα | disorients |
αόριστος | disoriented |
παθητική μετοχή | disoriented |
ενεργητική μετοχή | disorienting |
Ρήμα[επεξεργασία]
disorient (en)