Μετάβαση στο περιεχόμενο

disorient

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας disorient
γ΄ ενικό ενεστώτα disorients
αόριστος disoriented
παθητική μετοχή disoriented
ενεργητική μετοχή disorienting

disorient (en)

Αντώνυμα

[επεξεργασία]