Μετάβαση στο περιεχόμενο

dispensaire

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
dispensaire dispensaires

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

dispensaire (fr) αρσενικό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]