displacement
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /dɪsˈpleɪsmənt/ & /dɪzˈpleɪsmənt/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]displacement (en)
- (μη μετρήσιμο, επίσημο) η εκτόπιση, η ενέργεια του να εκτοπίζω κάποιον ή κάτι μακριά από το σπίτι ή τη θέση του
- ⮡ the displacement of Greeks from the lands of Asia Minor - η εκτόπιση των Ελλήνων από τα εδάφη της Μικράς Ασίας
- ⮡ the displacement of domestic products by imported products - η εκτόπιση των εγχώριων προϊόντων από τα εισαγόμενα
- (φυσική) το εκτόπισμα βυθισμένου ή ημιβυθισμένου αντικειμένου σε υγρό
- ⮡ volume of displacement - όγκος εκτοπίσματος
- (ναυτικός όρος, ναυπηγικός όρος) το εκτόπισμα πλοίου
- δείτε επίσης: displacement (ship) στην αγγλική Βικιπαίδεια
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
displacement στην αγγλική Βικιπαίδεια