Μετάβαση στο περιεχόμενο

disposant

Από Βικιλεξικό
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό disposant disposants
θηλυκό disposante disposantes

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

disposant (fr)

  • αυτός που κάνει μια δωρεά σε κάποιον άλλο είτε κατά τη διάρκεια της ζωής του είτε με διαθήκη

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  •  δείτε τη λέξη disposer